Σε «χωματερή» των παλαιών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων της Ευρώπης έχει μετατραπεί η Ελλάδα, καθώς η αγορά αυτοκινήτου κυριαρχείται ήδη από εισαγωγές μεταχειρισμένων επιβατικών και ελαφρών φορτηγών, τα οποία, πολλές φορές, ξένες χώρες «σπρώχνουν» στο εξωτερικό λόγω των ρύπων τους. Μάλιστα, υπάρχουν περιπτώσεις εισαγόμενων μεταχειρισμένων που έχουν παραποιημένα στοιχεία (αριθμός χιλιομέτρων), δεν υπόκεινται δηλαδή στους νόμιμους ελέγχους, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ασφάλεια των επιβατών.
Ετσι, την τελευταία εξαετία οι εισαγωγές μεταχειρισμένων επιβατικών στη χώρα μας δωδεκαπλασιάστηκαν, καθώς από 6.280 οχήματα το 2013 αυξήθηκαν στις 71.095 το 2019, ενώ για το 2020 οι εκτιμήσεις (προ κορωνοϊού) μιλούσαν για περίπου 80.000 εισαγωγές. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα για τα μεταχειρισμένα ελαφρά φορτηγά καθώς τα μεταχεισισμένα είναι διπλάσια των καινούργιων. Στην ελληνική αγορά, το 2019, εισήχθησαν 15.413 μεταχειρισμένα LCV και μόλις 7.972 καινούργια. Παράλληλα, η χώρα μας έχει έναν από τους πιο γηρασμένους στόλους αυτοκινήτων της Ευρωζώνης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να συγκρίνεται και με κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η μέση ηλικία των εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων είναι 10,6 έτη με μόλις το 5,2% εξ αυτών να είναι σύγχρονης τεχνολογίας. Οσα επιβατικά κινούνται στους δρόμους της χώρας μας έχουν μέση ηλικία 15,7 έτη από 11,3 έτη προ δεκαετίας, ενώ το 88% εξ αυτών είναι πρότυπο Euro 4 (ή πριν), δηλαδή παλαιότερα των 10 ετών.
Η αθρόα εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη χώρα μας έχει επιπτώσεις περιβαλλοντικές, οικονομικές, ενώ θέτει σε κίνδυνο και την ασφάλεια των επιβατών. Aρχικά, όσα είναι παλαιότερης τεχνολογίας είναι και πιο ρυπογόνα, ενώ οι έλεγχοι στα συγκεκριμένα αυτοκίνητα είναι ανεπαρκείς. Τα περισσότερα εισαγόμενα μεταχειρισμένα έχουν παραποιημένα στοιχεία (π.χ. αριθμός χιλιομέτρων) τα οποία, εξαιτίας της απουσίας διασύνδεσης των ΚΤΕΟ κάθε χώρας, δεν μπορούν να επαληθευθούν. Η δε τιμή τους πολλές φορές είναι υψηλότερη σε σύγκριση με τα εγχώρια μεταχειρισμένα, καθώς φαίνεται ότι βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση και πως έχουν λιγότερα χιλιόμετρα.
Εν τω μεταξύ, ευνοούνται και από τη χαμηλή φορολογία, καθώς εισφέρουν σε φόρους μόλις το 1/10 σε σχέση με τα εγχώρια μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Αυτό συμβαίνει διότι δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ ενώ παράλληλα, λόγω της παλαιότητάς τους, έχουν ελάχιστο τέλος ταξινόμησης. Η στρέβλωση αυτή δρα εις βάρος της εγχώριας αγοράς αλλά και του ίδιου του καταναλωτή. Η εισαγωγή μεταχειρισμένων εμποδίζει την πώληση εγχώριων μεταχειρισμένων, ενώ ο καταναλωτής που δεν μπορεί να πουλήσει το δικό του παλαιό αυτοκίνητο –λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού από τα «πειραγμένα» του εξωτερικού– δεν προχωρεί σε αγορά καινούργιου. Αποτέλεσμα λοιπόν όλων των παραπάνω είναι η γήρανση του στόλου και η απαξίωση των εγχώριων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, με την αγορά να παραμένει καθηλωμένη. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει τις ελληνικές πόλεις να έχουν από τις υψηλότερες τιμές ρύπων οξειδίων του αζώτου, όζοντος και σωματιδίων μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή, νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την ηλεκτροκίνηση, το οποίο βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, προβλέπει τη θέσπιση αντικινήτρων για την εισαγωγή μεταχειρισμένων οχημάτων παλαιάς τεχνολογίας ή ακόμη και αναστολή των εισαγωγών για διάστημα τουλάχιστον μιας διετίας.
Πιο συγκεκριμένα, βάσει του νομοσχεδίου επιβάλλεται επιπλέον του τέλους ταξινόμησης έκτακτο περιβαλλοντικό τέλος ύψους 4.000 ευρώ στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα παλαιού τύπου (τεχνολογίας Euro 4). Tα έσοδα που προκύπτουν από αυτό θα μπορούσαν να διατεθούν για την προώθηση «καθαρών» αυτοκινήτων.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)