Με ετήσιες μειώσεις 2% του ελληνικού ΑΕΠ ως το 2050 και ποσοστιαία υποχώρηση κατά 3%-6% για την περίοδο έως και το 2100, «απειλεί» η κλιματική αλλαγή τη χώρα μας, ενώ σωρευτικά «η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ελλάδα, μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες ύψους 701 δισ. ευρώ μέχρι το 2100», επισήμανε μιλώντας στο ΑΜΠΕ ο καθηγητής Οικονομικών του Περιβάλλοντος Ευτύχιος Σαρτζετάκης, διευθυντής του Εργαστηρίου Οικονομικών και Διαχείρισης της Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Λέγοντας ότι εν έτει 2019 ελάχιστα έχουν γίνει από αυτά που απαιτούνται προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην χώρα μας, και παρά το γεγονός ότι από το 2011 έχει εκδοθεί η μελέτη με τίτλο «Οι περιβαλλοντικές, Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα», ο κ. Σαρτζετάκης υπογράμμισε την ανάγκη εκπόνησης μελετών στρατηγικής προσαρμογής για την κλιματική αλλαγή σε επίπεδο περιφερειών.
«Επιβάλλεται να επιδιώξουμε επενδύσεις προσαρμογής εν μέσω της κλιματικής αλλαγής», υπογράμμισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Ο μικρός στρατηγικός σχεδιασμός που έγινε από εμάς τους επιστήμονες εθελοντικά, δεν αρκεί σε καμία περίπτωση».
Η προαναφερόμενη μελέτη έγινε υπό την αιγίδα της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία συνέστησε τη διεπιστημονική Επιτροπή για τη Μελέτη των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).
Στην ΕΜΕΚΑ, όπως εξήγησε ο κ. Σαρτζετάκης, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας, σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης.
Κατά τον κ. Σαρτζερτάκη, στην Ελλάδα πρέπει άμεσα να «επιδιώξουμε επενδύσεις προσαρμογής για την κλιματική αλλαγή». Επισημαίνοντας δε ότι η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ο ίδιος τόνισε ότι «όπως κάθε μεγάλη αλλαγή εμπεριέχει κινδύνους, προσφέρει όμως και ευκαιρίες».
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος επισήμανε ότι όσον αφορά τον μετριασμό, «ήδη γίνονται κάποια, όχι αρκετά, βήματα για την μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα. Τα βήματα αυτά είναι μονομερείς δράσεις σε εθνικό ή ακόμη και περιφερειακό επίπεδο. Απαιτούνται άμεσα ταχύτατες μειώσεις των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου», τόνισε.
Όσον αφορά την προσαρμογή, κατά τον κ. Σαρτζετάκη, οι επενδύσεις σε αντιπλημμυρικά έργα, αλλαγή στις καλλιέργειες, μεταβολές σε κλάδους όπως ο τουρισμός, «προσφέρουν και οικονομικές ευκαιρίες, τα οφέλη των οποίων θα πρέπει με κατάλληλο σχεδιασμό να διευρυνθούν και να διαχυθούν στην κοινωνία».
Στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα «ώστε οι επενδύσεις στον μετριασμό και την προσαρμογή να λειτουργήσουν προς όφελος της ανάπτυξης (όχι της μεγέθυνσης μόνον), δημιουργώντας ευκαιρίες και οφέλη για το σύνολο της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πλέον ευπαθών ομάδων».
Για να επιτευχθούν τα προαναφερόμενα και να μειωθούν οι μειώσεις εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) με την απαιτούμενη ταχύτητα, σύμφωνα με τον κ. Σαρτζετάκη «θα πρέπει να αυξηθεί το κόστος των δραστηριοτήτων που εκπέμπουν CO2».
Εξήγησε ότι ένα από τα βασικά θέματα των οικονομικών της κλιματικής αλλαγής «αφορά στον προσδιορισμό του πλήρους κόστους ενός τόνου άνθρακα (προφανώς μεγαλύτερο από το ιδιωτικό κόστος, όπως προσδιορίζεται από την ελεύθερη αγορά)».
Κατά τον ίδιο, το πρόβλημα είναι πόσο είναι το επιπλέον αυτό κόστος, το οποίο θα μπορούσε να επιβληθεί μέσω πολιτικών, ώστε να «διορθώσει» τις αγορές. Το κόστος αυτό ονομάζεται κοινωνικό κόστος άνθρακα (social cost of carbon SCC) και για τον προσδιορισμό τους όπως εξήγησε, χρησιμοποιούνται εξαιρετικά περίπλοκα υποδείγματα (Integrated Assessment Models) που ενσωματώνουν κλιματικές και οικονομικές παραμέτρους.
Μια πραγματική εκτίμηση του κόστους του άνθρακα μας προσφέρει η τιμή των αδειών εκπομπής CO2 που διαμορφώνεται στο πλαίσιο του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ –ΕΕ, EU-ETS).
«Η τιμή των αδειών παρέμεινε γύρω στα 7 ευρώ/τόνο μέχρι το τέλος της δεύτερης φάσης, ενώ μετά το τέλος του 2017 αυξήθηκε απότομα, φτάνοντας τα 20 ευρώ/τόνο προς τα τέλη του 2018» σημείωσε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι «η ταχεία αυτή αύξηση οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως στις προσαρμογές που γίνονται εν αναμονή της μείωσης του αριθμού των αδειών, που θα προκληθεί από το Market Stability Reserve κατά την περίοδο 2019-2023».
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος επισήμανε ότι η «πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί, με σημαντικές επιπτώσεις στην τιμή της ενέργειας σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αλλά κυρίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% των εκπομπών CO2 της χώρας, έχει πολύ υψηλή ένταση εκπομπών (σχεδόν τριπλάσια από τη μέση της ΕΕ των 28 κρατών-μελών). Η τιμή των αδειών προβλέπεται να φτάσει τα 40-60 ευρώ /τόνο μέχρι το 2023, ενώ υπάρχουν προβλέψεις για έως και 100 ευρώ/ τόνο».
Υπογραμμίζεται ότι ο κ. Σαρτζετάκης θα είναι ομιλητής στο 2ο αγροτικό συνέδριο που διοργανώνει αύριο στη Θεσσαλονίκη ο Σύνδεσμος Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΑΣΟΕΕ) και στην τοποθέτησή του θα αναφερθεί και στην έκθεση της διακυβερνητικής επιτροπής για την αλλαγή κλίματος, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο.
Μεταξύ άλλων, στη διάρκεια της τοποθέτησής του, ο ίδιος θα θέσει επί τάπητος τους «τεράστιους κινδύνους» που ενέχει η κλιματική αλλαγή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί τα τελευταία χρόνια.